Από την αρχή της κρίσης σε Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ελλάδα διαφάνηκε ότι η ΕΕ δεν διέθετε την απαραίτητη θεσμική προετοιμασία για την αντιμετώπιση μίας κατάστασης, η οποία κινδύνευσε να λειτουργήσει ως θρυαλλίδα για την ίδια την Ευρωζώνη συνολικά. Έτσι, φτάσαμε στη λύση της ανάμιξης του ΔΝΤ στα προγράμματα οικονομικής σταθεροποίησης και τη συμμετοχή του στην σύνθεση της τρόικα (μαζί με την Επιτροπή και την ΕΚΤ) που επιβλέπει την εφαρμογή τους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ΔΝΤ διαθέτει τεχνογνωσία σε προγράμματα ανάκαμψης οικονομιών με χρόνια και επείγοντα προβλήματα επιβίωσης. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς παρά να επισημάνει τις τεράστιες διαφορές χωρών όπως η Τουρκία και των κρατών-μελών της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Οι τελευταίες έχουν μία μακρά εμπειρία μεταφοράς αρμοδιοτήτων στους θεσμούς της ΕΕ και αποδέχονται είτε μία ενιαία πολιτική (νομισματική, ανταγωνισμού) ή τον στενό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών τους σύμφωνα και με τα κριτήρια του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Αν για διάφορους λόγους διαπιστώνονται αποτυχίες, τότε πρέπει να υπάρξουν θεσμικές βελτιώσεις εντός του νομοθετικού πλαισίου που διέπει την άσκηση των αρμοδιοτήτων οικονομικής διακυβέρνησης στην ΕΕ. Τα βήματα αυτά, έστω και με καθυστέρηση, έγιναν με το 'six-pack', το δημοσιονομικό σύμφωνο, το EFSF, το ESM και την Συνθήκη για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση. Γιατί, λοιπόν, χρειαζόμαστε πλέον την εμπλοκή του ΔΝΤ σε μία ΕΕ που διαθέτει όλα τα θεσμικά εργαλεία για να τακτοποιήσει τα του οίκου της;
Δυστυχώς, προκύπτει ότι είναι πολιτική επιλογή, η οποία δεν πρέπει να χρεωθεί συλλήβδην στην ΕΕ και τις αξίες που αυτή υπηρετεί. Η ευθύνη βαρύνει ισχυρές και άλλες κυβερνήσεις της Ευρώπης, οι οποίες δια του ΔΝΤ επιδιώκουν να συνδυάσουν την απαραίτητη οικονομική συνδρομή με μία ασφυκτική, και κατά κάποιο τρόπο καταδικαστική, εποπτεία της επίτευξης των στόχων.
Πολλές επίσημες φωνές στην Ευρώπη διαπιστώνουν ότι αυτό το πρόγραμμα λιτότητας έχει πλέον φτάσει στα όριά του. Άλλωστε, προσκρούει στην εδραιωμένη αντίληψη για την πολιτική συνεργασία σύμφωνα με κοινά αποδεκτές αρχές και αξίες που καθοδήγησε επί δεκαετίες και με επιτυχία την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Οι κυβερνήσεις και οι λαοί της Ευρώπης δεν πορεύτηκαν με διάθεση επιβολής επί των άλλων, ιδιαίτερα των ασθενέστερων, αλλά με πνεύμα αλληλεγγύης και αμοιβαίας κατανόησης. Η κρίση ενίσχυσε υπέρμετρα τον διακυβερνητισμό εις βάρος μίας κοινοτικής λογικής.
Πρέπει, λοιπόν, οι ηγεσίες της Ευρώπης να πολιτευθούν με τρόπους που δεν υπονομεύουν τα θεμελιώδη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δίχως να θέτουν προσκόμματα στην εξέλιξη της τελευταίας. Αν αυτό δεν γίνει κατανοητό εγκαίρως, τότε είναι μεγάλη η ευθύνη όσων πυροδοτούν με την συμπεριφορά τους την εύλογη κριτική και τελικά τον ευρωσκεπτικισμό. Πρέπει δε να αναληφθούν προληπτικές ενέργειες πριν προκύψουν οριστικά και αμετάκλητα αποτελέσματα κατά τις επόμενες εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2014.
Θα είναι εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη μία πολιτική κρίση στην Ευρώπη με καταλύτες από τη μία πλευρά κυβερνήσεις που καθοδηγούνται μόνον από την εσωτερική πολιτική κατάσταση και από την άλλη πλευρά, πολιτικές ομάδες με ακραίες ιδεολογίες που είναι υπέρμαχοι του εθνοκεντρισμού και της οπισθοδρόμησης.
Καταλήγοντας, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και η έννοια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δέχονται σήμερα μία οξύτατη κριτική για ευθύνες που αναλογούν σε εθνικές κυβερνήσεις και ηγεσίες, που δεν φαίνονται ικανές σήμερα να προωθήσουν ακόμη περισσότερο τις ενωσιακές διαδικασίες με κοινοτική λογική. Πρέπει να ενισχυθούν οι φωνές εκείνων που θα μιλήσουν εποικοδομητικά για την πολιτική ολοκλήρωση με στόχο μια Νέα Ευρώπη σε ομοσπονδιακή μορφή, η οποία θα επιτρέψει σε χώρες και λαούς να διευρύνουν τους σκοπούς της πολιτικής συνεργασίας με αμοιβαία οφέλη για όλους. Άλλωστε, πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη ότι η Ευρώπη πλέον πρέπει να δουλέψει σκληρά και συλλογικά για να ανταπεξέλθει σε ένα εξόχως ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον, στο οποίο τα σκήπτρα της πρωτοπορίας περνούν πλέον σε αναδυόμενες οικονομίες.